Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανωλεθρί — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανωλεθρί — Α επίρρ. με πλήρη αφανισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανώλεθρος + επιρρμ. κατάλ. ι (πρβλ. ηρεμ ί] … Dictionary of Greek